Μετάβαση στο περιεχόμενο

narro

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
narro < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈnaːr.roː/
 

narro (la) (nārrō1, nārrāvī, nārrātum, nārrāre)

  1. μιλώ
  2. αφηγούμαι, διηγούμαι