narzędnik
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]narzędnik (pl) αρσενικό
- (γραμματική) η οργανική πτώση η οποία φανερώνει όργανο, μέσο, τρόπο, αιτία και χρησιμοποιείται και ως κατηγορούμενο-ουσιαστικό στις προτάσεις