nasse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nasse nasses

nasse (fr) θηλυκό
Α.

  1. κιούρτος, ψαροκόφινο
     συνώνυμα: casier
  2. δίχτυ για μικρά πουλιά

Β.