nasse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
nasse | nasses |
nasse (fr) θηλυκό
Α.
- κιούρτος, ψαροκόφινο
- δίχτυ για μικρά πουλιά
Β.
- είδος σαρκοβόρου γαστερόποδου μαλακίου