nasty

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός nasty
συγκριτικός nastier
υπερθετικός nastiest

Επίθετο[επεξεργασία]

nasty (en)

  1. άσχημος, δυσάρεστος
    The weather is very nasty today.
    Ο καιρός είναι πολύ άσχημος.
    I am in a very nasty mood.
    Έχω πολύ άσχημη διάθεση.
    a nasty surprise - δυσάρεστη έκπληξη
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unpleasant
  2. άσχημος, σκληρός, ταπεινός
    It was nasty on your part to…
    Ήταν άσχημο από μέρους σου να…
    a nasty look - σκληρό βλέμμα
    He is driven by nasty motives.
    Κινείται από ταπεινά ελατήρια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη mean
  3. άσχημος, επικίνδυνο ή σοβαρό
    a nasty hit - άσχημο χτύπημα
    a nasty disease - άσχημη αρρώστια
    Watch the road it has some nasty turns.
    Πρόσεξε το δρόμο, γιατί έχει άσχημες στροφές.
  4. άσχημος, πρόστυχα, χυδαίος
    nasty words - άσχημα/πρόστυχα/χυδαία λόγια
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obscene
  5. (αμερικανική σημασία) βρόμικος
    a nasty sea/beach - βρόμικη θάλασσα/παραλία
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unclean

Πηγές[επεξεργασία]