natif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | natif | natifs |
θηλυκό | native | natives |
natif (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Πρότυπο:fr-κλίσ-'ac-tif' natif (fr)
- γεννηθείς, γεννημένος στη χώρα περί της οποίας γίνεται λόγος