native speaker
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
native speaker (en)
- ο φυσικός ομιλητής (μιας γλώσσας), αυτός που έχει ορισμένη γλώσσα ως μητρική του
- In spite of the accent, I keep forgetting you're not a native speaker of English.