native speaker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
native speaker native speakers

Ετυμολογία [επεξεργασία]

native speaker < → δείτε τις λέξεις native και speaker

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

native speaker (en)

  1. (γλωσσολογία) ο φυσικός ομιλητής (μιας γλώσσας), αυτός που έχει ορισμένη γλώσσα ως μητρική του
    In spite of the accent, I keep forgetting you're not a native speaker of English.
    Παρά την προφορά, συνεχίζω να ξεχνάω ότι δεν είσαι φυσικός ομιλητής των αγγλικών.