native speaker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
native speaker | native speakers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
native speaker (en)
- (γλωσσολογία) ο φυσικός ομιλητής (μιας γλώσσας), αυτός που έχει ορισμένη γλώσσα ως μητρική του
- ↪ In spite of the accent, I keep forgetting you're not a native speaker of English.
- Παρά την προφορά, συνεχίζω να ξεχνάω ότι δεν είσαι φυσικός ομιλητής των αγγλικών.
- ↪ In spite of the accent, I keep forgetting you're not a native speaker of English.