naturiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
naturiste | naturistes |
naturiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο γυμνιστής, η γυμνίστρια
ενικός | πληθυντικός |
naturiste | naturistes |
naturiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό