nauséabond
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nauséabond | nauséabonds |
θηλυκό | nauséabonde | nauséabondes |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- nauséabond < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /no.ze.a.bɔ̃/
Επίθετο[επεξεργασία]
nauséabond (fr)