navette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
navette | navettes |
navette (fr) θηλυκό
- το λεωφορείο
ενικός | πληθυντικός |
navette | navettes |
navette (fr) θηλυκό