navigate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | navigate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | navigates |
αόριστος | navigated |
παθητική μετοχή | navigated |
ενεργητική μετοχή | navigating |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈnæv.ɪ.ɡeɪt/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˈnæv.ɪ.ɡeɪt/ (ΗΠΑ)
Ρήμα[επεξεργασία]
navigate (en)
- κυβερνώ, πιλοτάρω, διαπλέω
- πλοηγώ
- (πληροφορική) μετακινούμαι μεταξύ ιστοσελίδων, μενού, κ.λπ.