navigateur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
navigateur navigateurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

navigateur (fr) αρσενικό

  1. ο θαλασσοπόρος
  2. web browser