neadaptito
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | neadaptito | neadaptitoj |
αιτιατική | neadaptiton | neadaptitojn |
neadaptito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | neadaptito | neadaptitoj |
αιτιατική | neadaptiton | neadaptitojn |
neadaptito (eo)