neceso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /neˈt͡se.so/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | neceso | necesoj |
αιτιατική | neceson | necesojn |
neceso (eo)
- η ανάγκη
- Ekrimarkis la neceso diskuti.
- Άρχισε να σχηματίζεται η ανάγκη διαλόγου.