necessitate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας necessitate
γ΄ ενικό ενεστώτα necessitates
αόριστος necessitated
παθητική μετοχή necessitated
ενεργητική μετοχή necessitating

Ρήμα[επεξεργασία]

necessitate (en) (επίσημο)

  • επιβάλλω, συνεπάγομαι, κάνει κάτι απαραίτητο
    The new coronavirus necessitates taking measures.
    Ο νέος κορονοϊός επιβάλλει τη λήψη μέτρων.
    Your plans necessitate a lot of expenses.
    Τα σχέδια σου συνεπάγονται πολλά έξοδα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη involve

Πηγές[επεξεργασία]