negotiator
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
negotiator | negotiators |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
negotiator (en)
- ο διαπραγματευτής, η διαπραγματεύτρια
- ↪ He is a tough negotiator.
- Είναι σκληρός διαπραγματευτής.
- ↪ He is a tough negotiator.