negotiator

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
negotiator negotiators

Ετυμολογία [επεξεργασία]

negotiator < negotiate + -or

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

negotiator (en)

Πηγές[επεξεργασία]