neoficiala

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

neoficiala < ne- + oficial + -a

Επίθετο[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική neoficiala neoficialaj
αιτιατική neoficialan neoficialajn

neoficiala (eo)

tiuj rezultoj estas neoficialaj
αυτά τα αποτελέσματα είναι ανεπίσημα