neologismo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- neologismo < neologism- + -o
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | neologismo | neologismoj |
αιτιατική | neologismon | neologismojn |
neologismo (eo)