nephritic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

nephritic (en)

  1. σχετικός με τους νεφρούς
  2. που πάσχει από νεφρίτιδα