nervosismo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
nervosismo (pt) < nervoso και -ismo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nervosismo (pt) αρσενικό
- η νευρικότητα, ο εκνευρισμός
- η ευερεθιστότητα