Μετάβαση στο περιεχόμενο

nervous

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός nervous
συγκριτικός more nervous
υπερθετικός most nervous

Επίθετο

[επεξεργασία]

nervous (en)

  1. ανήσυχος, νευρικός, έχω άγχος για κάτι ή φοβάμαι για κάτι
      His relatives are nervous about his health.
    Οι συγγενείς του είναι ανήσυχοι για την υγεία του.
      He’s been a bit nervous lately.
    Είναι λίγο νευρικός τελευταία.
      Tonight I have a concert and I am nervous.
    Απόψε έχω συναυλία και έχω άγχος.
     συνώνυμα:  apprehensive, anxious, concerned, distraught, high-strung, jittery, jumpy, nervy, on edge, restless, skittish, uneasy και worried
     αντώνυμα:  δείτε τη λέξη calm
  2. νευρικός, που έχει σχέση με το νεύρο ή αναφέρεται σ’ αυτό
      the nervous system - το νευρικό σύστημα
      a nervous breakdown - νευρικός κλονισμός