Μετάβαση στο περιεχόμενο

nervously

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός nervously
συγκριτικός more nervously
υπερθετικός most nervously

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
nervously < nervous + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

nervously (en)

  • νευρικά, με νευρικότητα
      He paced nervously up and down his room.
    Βημάτιζε νευρικά πάνω κάτω στο δωμάτιό του.
      He was walking nervously back and forth waiting for the court’s decision.
    Περπατούσε νευρικά πέρα δώθε περιμένοντας την απόφαση του δικαστηρίου.