Μετάβαση στο περιεχόμενο

nest

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
nest nests

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nest (en)

  1. φωλιάζω
  2. φτιάχνω φωλιά
    (για το κουρνιάζω δες: roost, perch, curl up)
  3. (ελαφρώς ανεπίσημο), (μεταφορικά) ενθέτω
    • τοποθετώ/βολεύω κάτι μέσα σε κάτι άλλο