netrinkebla
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- netrinkebla < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | netrinkebla | netrinkeblaj |
αιτιατική | netrinkeblan | netrinkeblajn |
netrinkebla (eo)
- που δεν μπορεί κάποιος να το πιει