nettoyeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nettoyeur | nettoyeurs |
θηλυκό | nettoyeuse | nettoyeuses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nettoyeur (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
nettoyeur | nettoyeurs |
nettoyeur (fr) αρσενικό
- συσκευή καθαρισμού
- (Κεμπέκ) κατάστημα όπου καθαρίζουν και σιδερώνουν ενδύματα