newfangled
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
newfangled (en)
- η παλιομοντερνιά, ο σκουπιδοτρέντυ
- (άλλο ύφος) καινοφανής (υποτιμητικός χαρακτηρισμός για κάτι το καινούριο)