niable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
niable | niables |
niable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί κανείς να τον/την αρνηθεί
ενικός | πληθυντικός |
niable | niables |
niable (fr) αρσενικό ή θηλυκό