nid

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nid nids

nid (fr)

  1. η φωλιά
  2. το λημέρι

Σύνθετα

[επεξεργασία]