niedostatek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌɲɛdɔˈstatɛk/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
niedostatek (pl) αρσενικό
- η έλλειψη
- η ανεπάρκεια
- το κουσούρι
niedostatek (pl) αρσενικό