niet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- niet < (άμεσο δάνειο) ρωσική нет (όχι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
niet (fr) αρσενικό
Επίρρημα[επεξεργασία]
niet (fr)
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
niet (nl)
- Χρησιμοποιείται για την παραγωγή αρνητικών προτάσεων.
- δεν
- hij is niet daar - δεν είναι εκεί
- ik weet niet - δεν ξέρω