nieuwaga

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική nieuwaga nieuwagi
γενική nieuwagi nieuwag
δοτική nieuwadze nieuwagom
αιτιατική nieuwagę nieuwagi
οργανική nieuwagą nieuwagami
τοπική nieuwadze nieuwagach
κλητική nieuwago nieuwagi

Ετυμολογία [επεξεργασία]

nieuwaga < nie- + uwaga

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

nieuwaga (pl) θηλυκό