nieuwaga
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nieuwaga | nieuwagi |
γενική | nieuwagi | nieuwag |
δοτική | nieuwadze | nieuwagom |
αιτιατική | nieuwagę | nieuwagi |
οργανική | nieuwagą | nieuwagami |
τοπική | nieuwadze | nieuwagach |
κλητική | nieuwago | nieuwagi |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nieuwaga (pl) θηλυκό