nihilisme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
nihilisme nihilismes

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
nihilisme < λόγιο δάνειο από τη γερμανική Nihilismus[1] ή από τη υστερολατινική nihilismus.[2] Μορφολογικά αναλύεται σε λατινική nihil (μηδέν)[3] + -isme

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ni.i.lism/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nihilisme (fr) αρσενικό

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • nihilisme στη γαλλική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γαλλική Βικιπαίδεια

Απόγονοι

[επεξεργασία]

nihilisme (γαλλικά)

αγγλικά: nihilism
👁 νέα ελληνικά: νιχιλισμός
τουρκικά: nihilizm

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Nihilisme#Apparition du terme στη γαλλική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γαλλική Βικιπαίδεια
  2. nihilism στο αγγλικό Βικιλεξικό
  3. nihilisme - ετυμολογία - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nihilisme (da)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nihilisme (no)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nihilisme (nl)