nitpicking

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

nitpicking (en)

  1. Ουσιαστικό: ξεψείρισμα (βλ. ξεψειρίζω)
  2. (μεταφορικά) ξεψειρίζω ψάχνοντας για λάθη

Επίθετο[επεξεργασία]

nitpicking (en)