noceo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

noceo < πρωτοϊταλική *nokeō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *noḱéye- < *neḱ- (χάνομαι, εξαφανίζομαι)

Ρήμα[επεξεργασία]

noceo (la)

  1. βλάπτω
  2. τραυματίζω, πληγώνω
  3. αφανίζω

Κλίση[επεξεργασία]