noix de coco
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
noix de coco | noix de coco |
noix de coco (fr) θηλυκό
- (φρούτο) η καρύδα του κοκοφοίνικα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
noix de coco | noix de coco |
noix de coco (fr) θηλυκό