nombrado

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

nombrado < nombr- + -ad- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική nombrado nombradoj
αιτιατική nombradon nombradojn

nombrado (eo)

la nombrado de la voĉoj donitaj en la elektado - η καταμέτρηση των ψήφων που δώθηκαν στις εκλογές