nombriliste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- nombriliste < nombril
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
nombriliste | nombrilistes |
nombriliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό