nomenclature
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nomenclature (fr) θηλυκό
ονοματολογία:
- το σύνολο των όρων μιας επιστήμης ταξινομημένο με κάποια μέθοδο
- la nomenclature des plantes : οι ονομασίες των φυτών
- (μουσική) το σύνολο των οργάνων που εμφανίζονται, σε μια καθορισμένη σειρά, σε ένα πεντάγραμμο