nominal
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]nominal (en) (χωρίς παραθετικά)
- (οικονομία) ονομαστικός
- ⮡ the nominal value of a bond - η ονομαστική αξία ενός ομολόγου
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nominal | nominaux |
θηλυκό | nominale | nominales |
Επίθετο
[επεξεργασία]nominal (fr)