non-assistance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

non-assistance (fr) θηλυκό

non-assistance à personne en danger, μη παροχή βοήθειας σε άτομο που κινδυνεύει

Αντώνυμα[επεξεργασία]