nordicité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- nordicité < nord
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
nordicité | nordicités |
nordicité (fr) θηλυκό
- ο βόρειος χαρακτήρας, που ανήκει στο βόρειο ημισφαίριο