nordique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /nɔʁ.dik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nordique nordiques

nordique (fr) αρσενικό ή θηλυκό