normalité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
normalité | normalités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
normalité (fr) θηλυκό
- η κανονικότητα, η ομαλότητα
ενικός | πληθυντικός |
normalité | normalités |
normalité (fr) θηλυκό