Μετάβαση στο περιεχόμενο

norme

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
norme normes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

norme (fr) θηλυκό

  1. το κριτήριο, το μέτρο σύγκρισης
  2. η τεχνική προδιαγραφή

Συγγενικά

[επεξεργασία]