Μετάβαση στο περιεχόμενο

northerly

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός northerly
συγκριτικός more northerly
υπερθετικός most northerly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
northerly < northern + -ly

Επίθετο

[επεξεργασία]

northerly (en)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) βόρειος, προς τα βόρεια
      a northerly direction - βόρεια κατεύθυνση
  2. (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) βόρειος, ο βοριάς, για τους ανέμους που πνέουν από τα βόρεια
      a northerly wind - βόρειος άνεμος
      A northerly wind blew in and froze the snow.
    Φύσηξε βοριάς και πάγωσε το χιόνι.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]