northerly
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | northerly |
συγκριτικός | more northerly |
υπερθετικός | most northerly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]northerly (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) βόρειος, προς τα βόρεια
- ⮡ a northerly direction - βόρεια κατεύθυνση
- (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) βόρειος, ο βοριάς, για τους ανέμους που πνέουν από τα βόρεια
- ⮡ a northerly wind - βόρειος άνεμος
- ⮡ A northerly wind blew in and froze the snow.
- Φύσηξε βοριάς και πάγωσε το χιόνι.