norwegisch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈnɔʁveːɡɪʃ/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : nor‐we‐gisch
Επίθετο[επεξεργασία]
norwegisch (de)
Πηγές[επεξεργασία]
- norwegisch - Duden online.