nosorożec
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
nosorożec (pl) < από τις λέξεις nos (pl) και róg (pl)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌnɔsɔˈrɔʒɛt͡s̑/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nosorożec (pl) αρσενικό