not quite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]- όχι πλήρως, όχι εντελώς, όχι απόλυτα, όχι απολύτως, μη επαρκώς
- (κατ’ επέκταση) μερικώς
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- not quite - Oxford Dictionaries]