notch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
notch (en)
- εγκοπή (συνήθως σε σχήμα V)
- βαθμονόμηση
- φαράγγι
Ρήμα[επεξεργασία]
notch (en)