notch
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]notch (en)
- εγκοπή (συνήθως σε σχήμα V)
- βαθμονόμηση
- φαράγγι
Ρήμα
[επεξεργασία]notch (en)