notice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
notice | notices |
notice (en)
- η προκήρυξη, ένα φύλλο χαρτιού που δίνει γραπτές ή έντυπες πληροφορίες, που συνήθως τοποθετείται σε δημόσιο χώρο
- ↪ distribution of notices - μοίρασμα προκηρύξεων
- η ταμπέλα, η πινακίδα που δίνει πληροφορίες, μια οδηγία ή μια προειδοποίηση
- ↪ At the entrance to the hospital there’s a notice with the hours when visits are allowed.
- Στην είσοδο του νοσοκομείου υπάρχει ταμπέλα με τις ώρες που επιτρέπονται οι επισκέψεις.
- ↪ A notice informed people that the sea is contaminated.
- Μια πινακίδα πληροφορούσε τον κόσμο ότι η θάλασσα είναι μολυσμένη.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη sign
- ↪ At the entrance to the hospital there’s a notice with the hours when visits are allowed.
- η αγγελία, μια μικρή ανακοίνωση σε εφημερίδα ή περιοδικό
- ↪ marriage/death/birth notices - αγγελίες γάμου/θανάτου/γεννήσεως
- (μη μετρήσιμο) η αντίληψη, η είδηση, η ενέργεια κάποιου που δίνει προσοχή σε κάποιον ή κάτι ή γνωρίζει για κάτι
- ↪ Didn't you take any notice of the changes?
- Δεν έπεσαν στην αντίληψή σου κάποιες αλλαγές;
- ↪ He left without attracting any notice.
- Έφυγε χωρίς να τον πάρουν είδηση.
- ↪ Didn't you take any notice of the changes?
- (μη μετρήσιμο) η προειδοποίηση, η ειδοποίηση, πληροφορίες που δίνονται εκ των προτέρων για κάτι που πρόκειται να συμβεί
- ↪ She left him without notice.
- Τον εγκατέλειψε χωρίς προειδοποίηση.
- ↪ until further notice - μέχρι νεωτέρας ειδοποιήσεως
- ↪ I can’t find another secretary on (such) short notice.
- Δεν μπορώ να βρω άλλη γραμματέα στο άψε σβήσε/σε τόσο λίγο χρόνο.
- ↪ The cook left without notice.
- Η μαγείρισσα έφυγε απροειδοποίητα.
- ≈ συνώνυμα: warning
- ↪ She left him without notice.
- (μη μετρήσιμο) η προθεσμία, επίσημη ενημέρωση ή προειδοποίηση
- ↪ I was given six months’ notice to leave the house.
- Μου δώσανε έξη μήνες προθεσμία να εγκαταλείψω το σπίτι.
- ↪ I let him go with a month’s notice.
- Τον απέλυσα με προειδοποίηση ενός μήνα.
- ↪ I will give my employer notice that I plan on leaving.
- Θα ειδοποιήσω τον εργοδότη μου ότι σκοπεύω να φύγω.
- ↪ I was given six months’ notice to leave the house.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | notice |
γ΄ ενικό ενεστώτα | notices |
αόριστος | noticed |
παθητική μετοχή | noticed |
ενεργητική μετοχή | noticing |
notice (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σημειώνω, παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι, επισημαίνω, βλέπω ή ακούω κάποιον ή κάτι
- (μεταβατικό) παίρνω είδηση, τραβώ την προσοχή από άλλους ανθρώπους
- ↪ Make sure not to be noticed.
- Κοίτα μη σε πάρουν είδηση.
- ↪ He jumped in to steal apple, but they noticed him.
- Πήδηξε μέσα να κλέψει μήλα, αλλά τον πήραν είδηση.
- ↪ Make sure not to be noticed.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- notice (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- notice (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 261, 664, 739. ISBN 9780194325684., λήμμα: είδηση, παρατηρώ, προθεσμία
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
notice | notices |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]notice (fr) θηλυκό
- η σημείωση, το σημείωμα
- το επεξηγηματικό φυλλάδιο