notice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
notice | notices |
notice (en)
- η ενέργεια του παρατηρώ / αντιλαμβάνομαι
- ↪ Didn't you take any notice of the changes? - Δεν έπεσαν στην αντίληψή σου κάποιες αλλαγές;
- γραπτή σημείωση, σημείωμα
- επίσημη ενημέρωση ή προειδοποίηση
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | notice |
γ΄ ενικό ενεστώτα | notices |
αόριστος | noticed |
παθητική μετοχή | noticed |
ενεργητική μετοχή | noticing |
notice (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
notice | notices |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
notice (fr) θηλυκό
- η σημείωση, το σημείωμα
- το επεξηγηματικό φυλλάδιο