notice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
notice | notices |
notice (en)
- γραπτή σημείωση, σημείωμα
- (μη μετρήσιμο) η αντίληψη, η είδηση, η ενέργεια κάποιου που δίνει προσοχή σε κάποιον ή κάτι ή γνωρίζει για κάτι
- ↪ Didn't you take any notice of the changes?
- Δεν έπεσαν στην αντίληψή σου κάποιες αλλαγές;
- ↪ He left without attracting any notice.
- Έφυγε χωρίς να τον πάρουν είδηση.
- ↪ Didn't you take any notice of the changes?
- (μη μετρήσιμο) η προθεσμία, επίσημη ενημέρωση ή προειδοποίηση
- ↪ I was given six months’ notice to leave the house.
- Μου δώσανε έξη μήνες προθεσμία να εγκαταλείψω το σπίτι.
- ↪ I was given six months’ notice to leave the house.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | notice |
γ΄ ενικό ενεστώτα | notices |
αόριστος | noticed |
παθητική μετοχή | noticed |
ενεργητική μετοχή | noticing |
notice (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σημειώνω, παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι, επισημαίνω, βλέπω ή ακούω κάποιον ή κάτι
- (μεταβατικό) παίρνω είδηση από τους άλλους
- ↪ Make sure not to be noticed.
- Κοίτα μη σε πάρουν είδηση.
- ↪ He jumped in to steal apple, but they noticed him.
- Πήδηξε μέσα να κλέψει μήλα, αλλά τον πήρα είδηση.
- ↪ Make sure not to be noticed.
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- notice (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- notice (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 261, 664, 739. ISBN 9780194325684., λήμμα: είδηση, παρατηρώ, προθεσμία
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
notice | notices |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
notice (fr) θηλυκό
- η σημείωση, το σημείωμα
- το επεξηγηματικό φυλλάδιο