notice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
notice notices

notice (en)

  1. η ενέργεια του παρατηρώ / αντιλαμβάνομαι
    Didn't you take any notice of the changes? - Δεν έπεσαν στην αντίληψή σου κάποιες αλλαγές;
  2. γραπτή σημείωση, σημείωμα
  3. επίσημη ενημέρωση ή προειδοποίηση

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας notice
γ΄ ενικό ενεστώτα notices
αόριστος noticed
παθητική μετοχή noticed
ενεργητική μετοχή noticing

notice (en)

  1. (μεταβατικό) σημειώνω, παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι, επισημαίνω
    Didn't you notice any changes? - Δεν αντιλήφθηκες κάποιες αλλαγές;
     συνώνυμα: spot



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
notice notices

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

notice (fr) θηλυκό

  1. η σημείωση, το σημείωμα
  2. το επεξηγηματικό φυλλάδιο