noueux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | noueux | noueuxs |
θηλυκό | noueuxe | noueuxes |
noueux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | noueux | noueuxs |
θηλυκό | noueuxe | noueuxes |
noueux (fr)